κακαρίζω

κακαρίζω
-ισα, αμτβ.
1. (για κότες και ιδίως μετά την ωοτοκία τους), φωνάζω «κάκα κάκα».
2. μτφ. (για ανθρώπους), φωνάζω σαν κότα, φλυαρώ με θορυβώδη τρόπο, όπως κάνουν πολλές κότες μαζί.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κακαρίζω — κακαρίζω, κακάρισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κακαρίζω — και καρκαρίζω (Μ κακαρίζω) 1. (για κότες) κράζω κα κα κα 2. μτφ. φλυαρώ θορυβωδώς. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιία από τη φωνή τής κότας κα κα] …   Dictionary of Greek

  • άζω — (I) ἄζω (Α) αποξηραίνω, μαραίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ΙΕ ρ. *azd «ξηραίνω, φρύγω, στεγνώνω, από όπου *azd yo < ἄζω, με φωνητική εξέλιξη τού συμπλέγματος dy σε ζ. ΠΑΡ. αρχ. ἀζαίνω, ἀζαλέος, ἀζάνω, ἄζα*]. (II) ἄζω (Α) 1. φωνάζω α, στενάζω, θρηνώ 2.… …   Dictionary of Greek

  • κακάρισμα — το [κακαρίζω] 1. η κραυγή που βγάζει η κότα ιδίως μετά την ωοτοκία της 2. (για γυναίκες) θορυβώδης πολυλογία …   Dictionary of Greek

  • κακκαβίζω — (Α κακκαβίζω) [κακκάβη (II)] κακαρίζω σαν πέρδικα …   Dictionary of Greek

  • κλωσσώ — και άω 1. (για τις όρνιθες και γενικά τα πτηνά) επωάζω 2. φρ. «πολύ τά κλωσσά τ αβγά του» ασχολείται για πολύ χρόνο με κάτι, χρονοτριβεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. κλώσσω «κακαρίζω»] …   Dictionary of Greek

  • κλώζω — (AM κλώζω και κλώσσω) (για το πτηνό κάργια) κράζω νεοελλ. (για όρνιθα) κακαρίζω αρχ. βγάζω κραυγή αποδοκιμασίας («ὑμῶν οἱ θεώμενοι τοῖς Διαυσίοις εἰσιόντ εἰς τὸ θέατρον τοῦτον ἐσυρίττετε καὶ ἐκλώζετε», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Προϊόν ονοματοποιίας,… …   Dictionary of Greek

  • κλώσσω — (Α) κακαρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού κλώζω] …   Dictionary of Greek

  • ορνίζω — ὀρνίζω (Α) μτφ. μιμούμαι τη φωνή τών πτηνών, κακαρίζω, φλυαρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρνι τού ὄρνις + κατάλ. ίζω] …   Dictionary of Greek

  • χασκαρίζω — Ν χαχανίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάσκω, κατά τα ρ. σε αρίζω (πρβλ. κακαρίζω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”