κακαρίζω — κακαρίζω, κακάρισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κακαρίζω — και καρκαρίζω (Μ κακαρίζω) 1. (για κότες) κράζω κα κα κα 2. μτφ. φλυαρώ θορυβωδώς. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιία από τη φωνή τής κότας κα κα] … Dictionary of Greek
άζω — (I) ἄζω (Α) αποξηραίνω, μαραίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ΙΕ ρ. *azd «ξηραίνω, φρύγω, στεγνώνω, από όπου *azd yo < ἄζω, με φωνητική εξέλιξη τού συμπλέγματος dy σε ζ. ΠΑΡ. αρχ. ἀζαίνω, ἀζαλέος, ἀζάνω, ἄζα*]. (II) ἄζω (Α) 1. φωνάζω α, στενάζω, θρηνώ 2.… … Dictionary of Greek
κακάρισμα — το [κακαρίζω] 1. η κραυγή που βγάζει η κότα ιδίως μετά την ωοτοκία της 2. (για γυναίκες) θορυβώδης πολυλογία … Dictionary of Greek
κακκαβίζω — (Α κακκαβίζω) [κακκάβη (II)] κακαρίζω σαν πέρδικα … Dictionary of Greek
κλωσσώ — και άω 1. (για τις όρνιθες και γενικά τα πτηνά) επωάζω 2. φρ. «πολύ τά κλωσσά τ αβγά του» ασχολείται για πολύ χρόνο με κάτι, χρονοτριβεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. κλώσσω «κακαρίζω»] … Dictionary of Greek
κλώζω — (AM κλώζω και κλώσσω) (για το πτηνό κάργια) κράζω νεοελλ. (για όρνιθα) κακαρίζω αρχ. βγάζω κραυγή αποδοκιμασίας («ὑμῶν οἱ θεώμενοι τοῖς Διαυσίοις εἰσιόντ εἰς τὸ θέατρον τοῦτον ἐσυρίττετε καὶ ἐκλώζετε», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Προϊόν ονοματοποιίας,… … Dictionary of Greek
κλώσσω — (Α) κακαρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού κλώζω] … Dictionary of Greek
ορνίζω — ὀρνίζω (Α) μτφ. μιμούμαι τη φωνή τών πτηνών, κακαρίζω, φλυαρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρνι τού ὄρνις + κατάλ. ίζω] … Dictionary of Greek
χασκαρίζω — Ν χαχανίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάσκω, κατά τα ρ. σε αρίζω (πρβλ. κακαρίζω)] … Dictionary of Greek